ἀποπλυμόπουλλον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπλυμόπουλλον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποπλυμόπουλλον τό, ἀποπλυμόπον Πόντ. (Ἴμερ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόπλυμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -πουλλον.

Σημασιολογία

Τὸ δι᾿ οὗ ἐπλύθη τις: ᾎσμ. Ἔλα, νύφε, μετ᾿ ἐμέναν, | μετ᾽ ἐμὲν τὸν τοπανίτζον, γάλαν φά καὶ γάλαν πῖα, | γάλαν λοῦσον τὰ παιδία σ᾽, τῆ παιδί᾽ σ᾿ τ᾿ ἀποπλυμόπα | λοῦσον τὰ κυλλολντζόπα μ᾿.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/