ἀστοιβὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστοιβὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστοιβὴ ἡ, στοιβὴ Κύθηρ. Κῶς στουβὴ Μεγίστ. στοίβη ᾽Αθῆν. ἀστοιβὴ σύνηθ. ἀστ’βὴ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀστοιὴ Κάρπ. Κάσ. ἀστοιφὴ Κάρπ. Κῶς Σέριφ. ἀστοίβη ᾿Αθῆν. Κύπρ. Σῦρ. -Κορ. Ἄτ. 4, 711 - Λεξ. Περίδ. 471 ἀστοιβὸς ὁ, Θρᾴκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. στοιβή.
Σημασιολογία
Ἀστοιβεˬὰ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ' ἀν.: ᾌσμ. Ἡ ἀστοιβὴ θέλει νερὸ κ’ ἡ λεύκα τὸν ἀέρα Αἴγιν. Ἄν κάμ’ ἡ ἀστοιβὴ δαβρὶ κιˬ ἀσπάλαθας κοντάρι, τότες κ᾽ ἐσὺ ἀνήμενε ἄντρας πῶς θὰ σὲ πάρῃ (δαβρὶ = ραβδὶ) Πάτμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA