ἀποπλυσίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπλυσίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποπλυσίδι τό, Ἄνδρ. Θρᾴκ. (᾿Αλμ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) ἀπουπλυσίδ’ Σαμοθρ. ᾿ποπλυσίδι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποπλένω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐκ τῆς πλύσεως πραγμάτων τινῶν ἀκάθαρτον ὕδωρ Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.): ’Èν τὰ ἐτένωσες τ᾿ ἀποπλυσίδιˬα τ’ ἐβρομήσασιν Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποπλύδι 1. β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἄνευ ἀξίας, κατωτάτης τάξεως Σαμοθρ.: Μ’ ἀφῆκι ἰμένα, ἄμ πά κὶ πῆι καλύτιη; τ᾿ ἀπουπλυσίδιˬα μ' πῆι. 2) Ὕδωρ ἀνάμεικτον μετὰ πιτύρων, παρεχόμενον ὡς τροφὴ εἰς τὰ ζῷα Ἄνδρ. 3) Πληθ., οἱ ἐκ τῆς ἀτελοῦς πλύσεως φορεμάτων σχηματιζόμενοι ρύποι Θρᾴκ. (᾿Αλμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA