ἀποκοσκινίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκοσκινίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκοσκινίδι τό, σύνηθ. ἀπουκουσ’νίδ’ βόρ. ἰδιώμ. ἀποκοστσινίδι Τσακων. ἀπουκου’νίδ’ Λέσβ. ’ποσκοκινίδι Σύμ. ᾿πουκουσ᾿νίδι Εὔβ. (Στρόπον.) ’πικουσ’νίδ’ Ἴμβρ. ἀποκοσκίνιδο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ποκο-ίνιδον Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ ρ. κοσκινίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι. Ὁ τύπ. ’πικου᾿νίδ ’ κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. ἐπί.

Σημασιολογία

1) Συνήθως κατὰ πληθ., αἱ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀπορριπτόμεναι ἄχρηστοι οὐσίαι τῶν σιτηρῶν, τὰ σκύβαλα σύνηθ.: ᾌσμ. Ἐθέρισε κιˬ ἀλώνισε κ᾽ ἔκαμε χίλιˬα μόδιˬα, μὲ τ᾿ ἀποκοσκινίδιˬα του χίλιˬα καὶ πεντακόσιˬα Ζάκ. Νὰ κοσκινίζῃς μάλαμα νὰ δίνῃς τῶν δικῶν σου καὶ τ᾿ ἀποκοσκινίδιˬα σου νὰ δίνῃς τῶν φτωχῶν σου Νίσυρ. Ἕνα καράβι ἔρχεται μὲ σ᾿τάρι, μὲ κριθάρι, καὶ τ’ ἀποκοσκινίδιˬα του ὅλα μαργαριτάρι Αἴγιν. Συνων. αἰρόσιτο (ἰδ. αἰρόσιτα), ἀπογυρίδι 1, ἀποδερμωνίδι, ἀποκοσκίνισμα 1, κοσκινίδι. 2) Μετων. πᾶν ὅ,τι περιφρονεῖται, ἀπορρίπτεται πολλαχ.: Εἴμαστε τ’ ἀποκοσκινίδιˬα τοῦ κόσμου Κρήτ. (Σέλιν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/