ἀποπότε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπότε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποπότε ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. ἀοπότε Σύμ. ἀποσπότες Κρήτ. Μέγαρ. ’ποσπότε Κῶς
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. πότε.
Σημασιολογία
1) ᾽Απὸ ποίου χρόνου, ἀπὸ ποίας ὥρας κοιν. καὶ Πόντ.: ᾽Αποπότε λείπει; ’Αποπότε θ᾽ ἀρχίσῃ νὰ πηγαίνῃ ᾿ς τὸ σχολε͜ιό; Κἀνένας δὲν ξέρει ἀποπότε χτίστηκε τοῦτο τὸ κάστρο κοιν. 2) Πρὸ πολλοῦ Μέγαρ. Σύμ.: ᾿Εγὼ ἔφαγα ἀποσπότε Μέγαρ. 'Αοπότε ’ρτα Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA