ἀποκοτιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκοτιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποκοτιˬὰ ἡ, ἀποκοτία Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀποκοτιˬὰ Ἀστυπ. Ἰων. (Κρήν.) Νάξ. (Βόθρ.) Σκῦρ. Σύμ. κ.ἀ. ἀποκοθιˬὰ Θήρ. Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀποκουτιˬὰ Νίσυρ. Σκίαθ. ἀποκοτέα Κύθηρ. ἀπουκουτιˬὰ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόκοτος. Ἡ λ. καὶ ἐν Θυσ. Ἀβραὰμ στ. 87 (ἔκδ. ELegrand Biblioth.1,287) «ὤφου μὲ ποιὰν ἀποκοτιὰν νὰ μπῇ 'ς τὴν ὄρεξί μου;»

Σημασιολογία

Ἀποκότησι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τό ᾿καμε μὲ μεγάλη ἀποκοτία Κύθηρ. Αὐτὸ εἶνι μιγά’ ἀπουκουτιˬὰ Σκίαθ. Ἀποκοτιˬὰ ποῦ τὴν ἔχει! Βόθρ. Εἶδες ὁ φωτοκαμένος μιˬὰν ἀποκοθιˬὰ νά ῤθῃ νὰ μοῦ ᾿μιλῇ! Ἀπύρανθ. Εἶχε τὴν ἀποκοθιˬὰ νὰ πειράξῃ γυναῖκα Κρήτ. Μεγάλο πρᾶμα ἡ ἀποκοθιˬά του! αὐτόθ. Τ᾿ν ἀποκοτιˬὰ τούτ᾿ τοῦ παιδιˬοῦ δὲν τ᾽ν ἕδα ποθενὰ Σκῦρ. || ᾌσμ. Εἶdα νὰ κάμω ὁ φτωχὸς σήμερο δὲ gατέχω, μέσα ἡ καρδιˬά μου μὲ κινᾷ κιˬ ἀποκοθιˬὰ δὲν ἔχω Κρήτ. Ποῦ νὰ τὸ κάψῃ ἠ φωθιˬά, | ἄκουε μιˬὰν ἀποκοθιˬά! Ἀπύρανθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Θυσ. Ἀβραὰμ ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/