ἀπόκοτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκοτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόκοτος ἐπίθ. Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Κύθηρ. Κῶς Πάρ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος -ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 94 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπόκουτους Μακεδ. ἀπόκοτθος Κάλυμν. Σύμ. ’πόκοτθος Κάλυμν. ἀπήκοτος Ἰκαρ. ἀπουκουτὸς Μεγίστ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπόκοτος. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,465. Πβ. καὶ ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 127 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Τολμηρός, θαραλέος, ριψοκίνδυνος, ἄφοβος Κάλυμν. Κάρπ. Κερκ. Κρήτ. Κύθηρ. Κῶς Μακεδ. Μεγιστ. Πάρ. Πελοπν. (Μάν.) Σύμ. Χίος - ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Γλήορος κιˬ ἀπόκοτθος Κάλυμν. Δὲν ἀκαρτεροῦσε ὁ ἀπόκοτος δυˬὸ τρεῖς ἡμέρες ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ἄλλος δὲν εἶν᾿ ἀπόκοτος σὰ dὸ Χατζαγαδάκι Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 4692 (ἔκδ. JSchmitt) «ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος παιδευτικὸς εἰς σφόδρα, | στρατιώτης γὰρ ἀπόκοτος κ’ εἰς ἄρματα τεχνίτης». Συνών. ἀποκοτιˬάρις. β) Ἐλευθερόστομος, ἀναιδὴς Κρήτ.: Ἀπόκοτο κωπέλλι, πετᾷ τὰ λόγιˬα dου. 2) Ταχὺς εἰς ἐνέργειαν, δραστήριος Ἰκαρ. Κύθηρ. Κῶς Χίος: Ἀπόκοτο παιδὶ Κύθηρ. Γλήορος κιˬ ἀπόκοτος, ἁρπᾷ τὸ σπαθὶ Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/