ἀποσκότι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκότι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσκότι τό, ἀμάρτ. ἀπουσκότ' Σαμοθρ. ᾿ποσκότιν Κύπρ. ’πισκότ’ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκότος.
Σημασιολογία
Βαθὺ σκότος ἔνθ᾽ ἀν. : Ἔνι ἀπουσκότ’ κὶ δὲ διˬαφουνῶ μ'κὰ d’ μύτη μ' (καὶ δὲν διακρίνω οὔτε κἄν τὴ μύτη μου) Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA