ἀποκοτῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκοτῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκοτῶ Ἤπ:. (Δρόβιαν.) Θήρ. (Σαρεκκλ.) Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κέρκ. Κορσ. Κρήτ. Κύπρ. Μεγίστ. Νάξ. Πελοπν. (Μεσσ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χάλκ. Χίος κ.ἀ. ἀποκοτοῦ Σκῦρ. ἀποκουτῶ Αἴγιν. Κάρπ. Νίσυρ. ἀποκουτ-τῶ Κάρπ. ἀπουκουτῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. (Καστορ. Σισάν.) Σκόπ. κ.ἀ. ἀπουκουτοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Καλόχ.) ἀποκουτάω Κεφαλλ. ἀπουκουτάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀποκοτθῶ Ρόδ. Σύμ. ἀπηκοτῶ Θρᾴκ. (Καρ.) ’ποκοτῶ Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. 'πεκοτῶ Ρόδ. ἀποκοτίζω Σκῦρ. ἀποκοτ-τίζω Κάρπ. 'ποκοτιίζω Κάλυμν. ᾿πουκουτίζω Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόκοτος. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 175 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ σὺ πῶς ἐποκότησες κι ἀφῆκες ’ς τὴν καρδιά σου | νὰ φυτευτῇ τέτοιο δενδρό; . . . »

Σημασιολογία

Τολμῶ, ἀποτολμῶ, δὲν φοβοῦμαι, ριψοκινδυνεύω ἔνθ’ ἀν.: Τό σκέφτεται, μὰ δὲν ἀποκοτᾷ νὰ τὸ κάμῃ Κρήτ. Δὲν ἀποκοτοῦσε νὰ τὸ bάρῃ ἄdρα Νάξ. Πῶς ἀποκότησες κ᾿ ἦρθες; αὐτοθ. Πῶς ἀποκοτᾷ καὶ πιˬάνει τὴ φωθιˬά; Θήρ. Πῶς ἐποκότησε τέθο͜ιο πρᾶμα; Κρήτ. Δὲν ἀπουκουτάει νά ’ρθῃ Ζαγόρ. Ἀπ’ τὸ φόβο dου δὲν ἠποκόταγε νὰ πάῃ κοντὰ Κρήν. Θαμάζομαι πῶς ἀποκουτᾷς καὶ μιλᾷς τοῦ πρωτόγερου! Νίσυρ. Ἐν ᾿ποκοτθᾷ νὰ πάῃ, γιˬατὶ φοᾶται Σύμ. Εἶνι πουλὺ ἁψύς, δὲν ἀπουκουτάει κἀένας νὰ τοὺν κουβιντιˬάσῃ Σισάν. || ᾌσμ. Κάἐνας ᾿ὲν ἀποκοτθᾷ νά ’μπῃ νὰ τὸν μιλήσῃ Ρόδ. Γιˬὰ σὲ μ᾿ ἀπομυτ-τίζουσι, γιὰ σὲ μ' ἀποκουτ-τοῦσιν, γιˬὰ σένα μέσ᾽ ᾿ς τὸ σπίτι μας δὲ θέλουν νὰ μὲ ’οῦσιν (νὰ μὲ ἰδοῦσιν) Κάρπ. Ἅφτω καὶ σβήνω καὶ κεdῶ, φοβοῦμαι καὶ τρομάσσω, ἀποκοτῶ κιˬ ἀgίζω σου͵ φεύγω καὶ πάλι ἀράσσω. (ἐφορμῶ) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/