ἀποκούζιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκούζιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκούζιν τό, ἀμάρτ. ᾿ποκούζιν Κύπρ. - Μητροφάν. Ἰατροσοφ 182 (ἔκδ. Φιλαρέτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ. τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κούζα.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὑπογάστριον ἔνθ’ ἀν.: Νὰ πάρῃ ἕναν κομ-μάτιν ᾿μύλ-λαν τοῦ οίρου ἀπὸ τὸ ᾽ποκούζιν του (’μύλ-λα = λίπος) Μητροφὰν. Ἰατροσοφ ἔνθ’ ἀν. Συνων. ἀποκοίλι 1. 2) Τὸ πρόσθιον τῆς κάτω σιαγόνος ἔνθ᾽ ἀν. Συνών πιγούνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA