ἀπομυρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομυρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομυρώνω Θρᾴκ. (Καλαμ. Μυριόφ. Πλατάν.) Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) –Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀπομυρῶ (διάφορος γραφὴ παρὰ Προδρόμ. 3,340 d καὶ ἐν Γαδάρ. διηγ. στ. 209, ἔκδ. GWagner σ. 130).

Σημασιολογία

1) Χρίω κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸν τὰ μέλη τοῦ νεκροῦ δι᾿ ἐλαίου καὶ χύνω ἐπ’ αὐτοῦ οἶνον καὶ ἔλαιον Θρᾴκ. (Καλαμ. Μυριόφ. Πλατάν.) 2) ᾿Εξορκίζω τινὰ εἰς τὸ ἅγιον αὐτοῦ μύρον Κρήτ.: ᾽Απομυρώνω σε. 3) Τελειώνω τὸ μύρωμα Λεξ. Αἰν. κ.ἀ. 4) ’Αλείφω διὰ μύρου Κρήτ. (Βιάνν.): Ἀπομυρώνομέ σε, πρικὺ βλοητὸ (ἐπῳδ. βλοητό = ἐρεθισμὸς τῆς ρινὸς ἢ τῶν ὀδόντων ἢ τῶν ὀφθαλμῶν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/