ἄστοργος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄστοργος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄστοργος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄστοργος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων στοργήν, ἀγάπην πρὸς τοὺς οἰκείους σύνηθ.: Ἄστοργη κόρη - μητέρα. Ἄστοργο παιδί. Ἄστοργοι γονεῖς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/