ἀποκούμμουτσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκούμμουτσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκούμμουτσο τό, Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν. κ.ἀ.) Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κουμμούτσι.
Σημασιολογία
Τὸ μετὰ τὸ φαγητὸν ὑπολειπόμενον μικρὸν τεμάχιον ἄρτου ἔνθ’ ἀν.: Παίρνει τ’ ἀποκούμμουτσα τοῦ γάμου Βούρβουρ. || ᾎσμ. Ποῦ ’ν’ τ’ ἀβγὰ τῆς ἑβδομάδας, | τ᾿ ἀποκούμμουτσα τῆς τάβλας αὐτόθ. Συνών. ἀπόκομμα 1 β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA