ἄστοχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄστοχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄστοχα ἐπίρρ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄστοχος.

Σημασιολογία

1) ᾿Ασκόπως ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,70: Ποίημ. Τὰ χέριˬα της μὲ τῆς ποδεˬᾶς τὴν ἄκρη ἄστοχα παῖζαν. 2) ᾿Ανεπιτυχῶς πολλαχ.: Οἱ δουλε͜ιές μας πῆγαν ἄστοχα. 3) Κακῶς Κορσ.: Νὰ ψοφήσουν οἱ κοτταρίτσες σου, οἱ ᾽γελαδίτσες σου κιˬ ὅλη ἡ ἀρχοντιˬά σου νὰ πάῃ ἄστοχα! (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/