ἀποκουντέμιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκουντέμιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκουντέμιν τό, ἀποκουντέμ’ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκουντῶ, δι’ ὃ ἰδ. ἀποσκουντῶ.

Σημασιολογία

Τὸ τέκνον τοῦ συζύγου ἐκ προτέρου γάμου ἐν σχέσει πρὸς τὴν μητρυιὰν, τὸ μὴ τυγχάνον τῆς ἀναγκαίας ἐπιμελείας καὶ στοργῆς, οἰονεὶ τὸ ἀπωθούμενον, τὸ παραγκωνιζόμενον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/