ἀποπραίδεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπραίδεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποπραίδεμα τό, ᾿ποπρόδεμα Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀποπραιδεύω, ὃ ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πραιδεύω ἢ ἀμέσως ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. πραίδεμα. Ἡ μεταβολὴ τῆς συλλαβῆς πραι εἰς προ κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. πρό.
Σημασιολογία
Τὰ μετὰ τὴν γενομένην λείαν ὑπολειφθέντα, ὑπολείμματα ἐκ καταστροφῆς ἤ ζημίας: ᾎσμ. Κ’ ἐφάγαν καὶ προδέψαν το λαούδιˬα καὶ περδίκιˬα καὶ ᾿ποὺ τὰ ᾽ποπροδέματα ἐξῆβγεν χίλιˬα μόδιˬα (προδέψαν = ἥρπασαν, ἐδαπάνησαν, ἐνν. τὸ σιτάρι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA