ἀπομώρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομώρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπομώρα ἡ, ἀμάρτ. ἀπουμώρα Μακεδ. (Βλάστ.) ᾿πουμώρα Μακεδ. (Βλάστ.) ’πουμέρα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπομωραίνω ὡς καὶ λερώνω - λέρα, γνωρίζω - γνώρα κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,76 κἑξ.
Σημασιολογία
1) ᾿Απομώρανσις. Συνών. ἀπομώριˬα. 2) Σιωπή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA