ἀστόχευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστόχευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστόχευτος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀστόευτος Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στοχευτὸς<στοχεύω.
Σημασιολογία
᾽Αστόχαστος 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Πολλὰ ἀστόευτος ἔν’ Πόντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA