ἀποκουρὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκουρὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποκουρὰ ἡ, Θήρ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ. ἀπουκουρὰ Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποκορὰ Στερελλ. (Ἀράχ. Κλών. Σπερχ.) ᾿ποκορὰ Στερελλ. (Κλών.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀποκουρά.

Σημασιολογία

1) Τὸ σημεῖον τῆς διὰ πελέκεως κοπῆς τοῦ ξύλου Πελοπν. (Σουδεν.) Στερελλ. (Κλών.): Δὲν τὴν ἐπῆρες καλὴ τὴν ἀποκουρὰ Σουδεν. Συνών. ἀποκομμεˬὰ 1. 2) Τὸ πρὸς τὸ ἔδαφος ἀπομένον στέλεχος μετὰ τὴν οἱανδήποτε ἀποκοπὴν τοῦ δένδρου, τὸ ὑπολειπόμενον πρέμνον Στερελλ. (Αἰτωλ. Αραχ. Κλών. Σπερχ.): Ηὗρα νιˬὰ ἀπουκουρὰ κ᾿ ἔφκε͜ιασα ξύλα Αἰτωλ. Οὕλ’ ἀπουκουρὲς ἀποὺ δέντρα εἶνι δῶ αὐτόθ. Πάτ’σα νιˬὰ ᾽ποκορὰ καὶ σακάτεψα τὸ ποδάρι μ᾽ Κλών. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόκομμα 2. β) Τὸ μετὰ τῆς ρίζης πρέμνον ἐκριζούμενον ὡς καυσόξυλον Στερελλ. (Ἀράχ.) Ἔβαλα μιˬὰ ἀποκορὰ ᾿ς τὴ φωτιˬὰ καὶ ξενύχτ’σα. Οἱ ἀποκορὲς εἶναι ὅλο καπνιˬά. 3) Ἐπὶ τοῦ κλαδευθέντος κλήματος τὸ ἀπὸ τοῦ τελευταίου ἐκ τῶν καταλειπομένων ὀφθαλμῶν μέχρι τοῦ ἄκρου τῆς ἀποκοπείσης κληματίδος ὑπολειπόμενον μέρος Σκόπ.: Νὰ μὴν κόβ’ς τὴν κληματσίδα σύρριζα ’ς τοὺ μάτ’, ν᾽ ἀφί’ς λίγ’ ἀπουκουρά. Πβ. ἀποκουριˬά. 4) Τὸ ἄκρον τοῦ κεκομμένου κλάδου Σάμ. β) Τὸ χεῖλος τοῦ δώματος, τοῦ κρημνοῦ, τὸ ἄκρον τῆς στέγης Σάμ. γ) Τὸ χεῖλος τοῦ ἀνθρώπου Σάμ. 5) Τὸ ἄκρον τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ κανθὸς Θήρ.: Ἡ ἀποκουρά τοῦ μαθιˬοῦ μου τὸν ἐπῆρε, δὲ dὸν ἐκαλόδα. Συνών. ἀγκαθὸς 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/