ἀπομώριˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομώριˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπομώριˬα ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ᾿πομώριˬα Ἤπ. ἀπουμώριˬα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπομωρία Βιθυν. ἀπουμουρία Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀπομουριˬὰ Εὔβ. (Πλατανιστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόμωρος.
Σημασιολογία
Ἀπομωραμάρα, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Μ᾿ ἔπιˬασε-μὄρθε μιˬὰ ἀπομώριˬα Ἤπ. Τί ἀπουμουρία σὶ κό’σι κι᾽ δὲν ἔτριχις νὰ μι᾿ ξιφουρτώσ’ς Αἶν. Ὁ Θεὸς τὄδωκε μιˬὰν ἀπομώριˬα καὶ περπατεῖ σὰ χαμένος Ἤπ. Τοὺν ἔπιˬασ’ ἡ ἀπουμώριˬα Ζαγόρ. Μ’ ἔχ᾽ πιˬάσ’ μιˬ’ ἀπουμώριˬα π᾿ δὲν μπουρῶ νὰ κάνου τίπουτα αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA