ἀποκουράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκουράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκουράζω Σέριφ. Μέσ. ἀποκουράζομαι Κίμωλ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Σέριφ. Σίφν. Χίος ἀποκ’ράζομαι Θρᾴκ. (Περίστασ.) κ.ἀ. ᾿πεκουράζομαι Ρόδ. (Ἀπολακ.) ᾿πικουράζουμ᾿ Ἴμβρ. ᾽πικουάζουμ’ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουράζω.
Σημασιολογία
1) Κάμνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ, νὰ ξεκουρασθῇ Σέριφ.: Ἔλα νὰ σ’ ἀποκουράσω. Συνών. ἀναπαύω Α1, ξεκουράζω. 2) Μέσ. ἀναπαύομαι ἀπὸ τοῦ κόπου ἔνθ’ ἀν.: Πότε θ’ ἀποκουραστῶ, Θεέ μου! Ἀπύρανθ. Καθίζουνε ν᾿ ἀποκουραστοῦσι αὐτόθ. Ἔκατσε τσ᾽ ἀποκ’ράσκε Περίστασ. Κάτσι νὰ ᾿πικουραστῇς Ἴμβρ. || ᾎσμ. Ἀπόζεψ᾿͵ ἀρχοντόπουλλο καὶ ρήισσας ρηόπουλλο, ἀπόζα ν᾿ ἀποκουραστῇς κ᾽ ἔχω περδίκιˬα νὰ ᾿ευτῇς Ἀπύρανθ. Συνών. ἀνασαίνω 1, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι (ἰδ. ξεκουράζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA