ἀστοχιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστοχιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστοχιˬάζω ΙΠολέμ. Χειμώνανθ.2 159.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστοχιˬά.
Σημασιολογία
Δὲν λαμβάνω ὑπ᾿ ὄψιν, περιφρονῶ τι: Ποίημ. ᾿Αστόχιˬασε τὸ θάνατο γιὰ τὴ ζωὴ τῆς κόρης κ᾿ ἔσκυψε μόνη ’ς τοῦ θεριˬοῦ τὸ πεινασμένο στόμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA