ἀποσουρόξυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσουρόξυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσουρόξυλο τό, ἀμάρτ. ἀποσουρόξ’λο Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀποσούρι καὶ ξύλο.

Σημασιολογία

Τὸ ξύλον τοῦ ἀποσουριˬοῦ, ὁ στειλεὸς τοῦ σαρώθρου τῶν ἁλωνίων : Ἄν πάρου τ᾽ ἀποσουρόξ’λο τσαὶ σ᾽ ἀρχίσου;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/