ἀπόπυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόπυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόπυρος ἐπίθ. ’Αντικύθ. ᾽Ιων. (Καράμπ. Κρήν. Σμύρν.) Κρήτ. Κύθηρ. ἀπόπυρους Λέσβ. ᾿πόπυρος Κύπρ. ᾿πέπυρους Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. πυρά.
Σημασιολογία
Ὁ ἀποβάλλων τὴν πυράκτωσιν κλίβανος, ὁ ἐν καταστάσει θερμότητος εὐθὺς μετὰ τὴν ὄπτησιν τῶν ἄρτων ἔνθ᾿ ἀν.: ᾽Απόπυρος ὁ φοῦρνος εἶναι Καράμπ. Σμύρν. Εἶνι ’πέπυρους ἡ φοῦρνους κὶ δὲν ἀργεῖ νὰ πυρώ’ Ἴμβρ. Νά’ βρωμεν φοῦρνον ᾽πόπυρον νὰ φουρνίσωμεν ποῦ πυρῶν-νει γλήορα Κύπρ. || Φρ. ᾿Απόπυρους φοῦρνους (ἐπὶ τοῦ ἐν καταστάσει μέθης διατελοῦντος) Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA