ἀπόμωρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόμωρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόμωρος ἐπίθ. Μακεδ. (Καστορ.) ᾽πόμουρος Εὔβ. (Ὄρ. κ.ἀ.) ἀπόμωρον τό, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπό καὶ τοῦ ἐπιθ. μωρός.
Σημασιολογία
1) Πολὺ μωρός, μωρότατος Μακεδ. (Καστορ.) 2) Ὁ κἄπως νωθρὸς τὸν νοῦν, ἀφελὴς Εὔβ. (Ὄρ. κ.ἀ.): ’Πόμουρος ἄθρωπος, σωστὴ δουλε͜ιὰ δὲν κάμνει. 3) Οὐδ. οὐσ., τὸ λίαν μικρὸν νήπιον, βρέφος Πόντ. (Κερασ.) Συνών. μωρουδάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA