ἀποκουρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκουρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκουρεύω (Ι) κοιν. ἀποκουρεύγω Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουρεύω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ κούρεμα ἔνθ᾽ ἀν.: Περίμενέ με ν᾿ ἀποκουρέψω τὸ παιδὶ Κρήτ. Δὲν ἀποκουρεύτηκα ἀκόμη αὐτόθ. || Ποίημ. Ὁλημερὶς κουρεύουνε, τὸ γιˬόμα τρών καὶ πίνουν κ᾿ ἐκεῖ ᾽ς τὸ ἡλιˬοβασίλεμα σκολνοῦν κιˬ ἀποκουρεύουν ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,37
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA