ἀπομωρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομωρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομωρώνω Μακεδ. (Καστορ.) Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀπομουρώνω Μακεδ. (Καστορ.) ἀπουμουρώνου Μακεδ. (Βλάστ.) Σάμ. ’πομουρώνω Μέγαρ. ᾿πουμουρώνου Εὔβ. (Ὄρ.) Μακεδ. (Βλάστ.) Μέσ. ἀπομωρώνομαι Πελοπν. (Γέρμ. Λάκων.) ᾿πομουρώνομαι Εὔβ. (Ὄρ.) Μετοχ. ἀπομουρωμένος Εὔβ. (Πλατανιστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀπομωρῶ.

Σημασιολογία

Καθιστῶ τινα μωρόν, κάμνω τινὰ νωθρὸν τὸν νοῦν, τὴν σκέψιν ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἀπομώρωσε ἡ δουλε͜ιὰ Μάν. ᾽Επομώρωσέ με ὁ καμὸς ᾽Απύρανθ. Τουνὶ ᾿πουμούρουσι οὑ Θιὸς Στρόπον. Πῶς ᾽πουμουρώθηκα κὶ δὲ βγῆκα ὄξου! αὐτόθ. Πῶς ᾿πομουρώθηκα τσαὶ δὲ bῆγα ’ς τὸ γιˬατρὸ τσ᾿ ἔχακα τὸ παιδί μου! Ὄρ. Στσὰχτη ἡ ἄμοιρη τσαὶ ᾿πομουρώθη ’πὸ τὸ φόβο της Μέγαρ. Ἤθελα νὰ τοῦ εἰπῶ κἄτι κιˬ ἀπομωρώθηκα (τὰ ἔχασα καὶ ἐσιώπησα) Γέρμ. Ἀπομωρωμένος εἶν’ ὁ ἔρημος ’Απύρανθ. Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι μωρὸς Πελοπν. (Μάν.): Κοίταζε τὸν κόσμο ποῦ περνάγανε κιˬ ἀπομώρωσε ἡ μουρλή. Συνών. ἀπομωραίνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/