ἀπορία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπορία ἡ, λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ἀποριˬὰ Κύπρ. Νίσυρ. ἀπουριˬὰ Μακεδ. (Δεσπότ.) ᾿πορκὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπορία.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ εἶναί τις ἄπορος, ἔνδεια, πενία Πόντ. β) ᾽Ανικανότης, ἀδυναμία, ἀσθένεια Πόντ. (Οἰν.): Φρ. ᾿Απορία ἐσῆβε σε! (νὰ μὴ μπορέσῃς, νὰ ἀσθενήσῃς! ’Αρά). 2) Δυστυχία, κακοτυχία Κύπρ. Νισυρ.: Παροιμ. φρ. ’Στὲς χαρὲς ὁ ’πίσκοπος ταὶ ’ς τὲς ᾿πορκὲς ὁ δκιˬάκως (ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται εἰς τὸν γάμον ἢ ἄλλας ἑορτάς, ὁ δὲ διάκονος πρὸς παροχὴν βοηθείας) Κύπρ. || ᾎσμ. Πέ μου νὰ ζῇς, καλόγερε, τίνος εἶναι τ᾿ ἀμπέλι; -Τῆς ἐρημιˬᾶς, τῆς ἀποριˬᾶς, τοῦ γιˬοῦ μου τοῦ Γιαννάκι Νίσυρ. 3) ᾿Αμφιβολία, ἀμηχανία λόγ. κοιν.: Μοῦ ἔρχεται ἀπορία μ’ αὐτὰ ποῦ λές. Μ’ ἔβαλες ᾽ς ἀπορία. Βρίσκομαι σὲ ἀπορία κοιν. ’Σ ἀπορίαν μεγάλη εὑρέθη Σύμ. || Παροιμ. φρ. Ἀπορία ψάλτου βήξιμο ἢ βήξ (ὅταν τις δυσκολεύεται νὰ ἀπαντήσῃ εἴτε δι᾿ ἀνικανότητα εἴτε διὰ τὸ ἀσύμφορον. Ἤδη μεσν. ’Ιδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 3,103 κἑξ.) κοιν. 4) Ἔκπληξις λόγ. κοιν.: ᾿Απορία μοῦ ’ρχεται ποῦ τὰ βρίσκει τόσα χρήματα ποῦ ξοδεύει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/