ἀποσπαράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπαράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσπαράζω Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σπαράζω.

Σημασιολογία

Ἀπαλλάσσω τινὰ τοῦ φόβου : Ὁ ποππᾶν ἐποσπάραξέ με (ὁ ἱερεὺς μοῦ ἀφῄρεσε τὸν φόβον δι᾿ ἱεροτελεστίας). Κἀνεὶς ἄν ἐσπαράγουτουνε ἀσ’ σὴν κἀν’νάν, ἔπρεπε νὰ ἐπίνισκε ἀσ’ σὰ έρ του νερὸ νὰ ἀποσπαράγουτουνε (ἀσ’σὴν κἀν’νάν₌ἀπὸ κἄποιον). Συνών. ξετρομάζω, ξεφοβίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/