ἀποσπάρσιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπάρσιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσπάρσιμο τό, Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσπέρνω.

Σημασιολογία

Περάτωσις τῆς σπορᾶς : Μετὰ τὸ ἀποσπάρσιμο θά ’ρθω. Συνών. ἀπόσπερμα |, ἀποσποριˬά 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/