ἀποκουτιˬαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκουτιˬαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκουτιˬαίνω, ἀποκουταίνω Λεξ. Αἰν. ἀπουκ’ταίνου Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) ἀποκουτιˬαίνω κοιν. ἀπουκ’τιˬαίνου βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουτιˬαίνω, παρ᾿ ὃ καὶ κουταίνω.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τινα ἐντελῶς κουτόν, ἀνόητον, μωραίνω κοιν.: Τὸν ἀποκούτιˬανε ἡ γυναῖκά του. ) Ἐνεργ. ἀμτβ. καὶ μέσ. μωραίνομαι κοιν.: Ἀποκούτιˬανε ἀπὸ τὰ γεράματα κοιν. Ἀπουκ᾿τάθ᾽κα τώρᾳ 'ς τὰ γιράματα Αἰτωλ. Πάει οὑ τάδε, απουκουτιˬαθ’κι Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/