ἀπόσπασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσπασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπόσπασι ἡ, λόγ σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ ἀπόσπασις.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀποχωρισμὸς μέρους ἀπὸ ὅλου τινός. 2) Ἡ προσωρινὴ μετάθεσις ὑπαλλήλου πολιτικοῦ ἤ στρατιωτικοῦ ἀπὸ τῆς θέσεως ἢ ὑπηρεσίας, εἰς ἣν ἀνήκει, εἰς ἄλλην: Γυρεύει-ζητᾷ-θέλει ἀπόσπασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA