ἀποσπασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσπασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποσπασιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ’ποσπασιˬὰ Κύπρ. ᾽ποσπαὰ ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,27
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσπῶ.
Σημασιολογία
Ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, ἀπαλλαγή: ᾿Εν ἔχω ᾿ποσπασιˬάν ’ποὺ λόου σου (δὲν δύναμαι ν᾽ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ σοῦ). ‖ Ποίημ. Καρτεροῦμεν μέραν νύχταν νὰ φυσήσ’ ἕνας ἀέρας . . . πὀν-νὰ φέρῃ ’ς τὸν καθέναν ταὶ χαρὰν ταὶ ’ποσπαὰν ΔΛιπέρτ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀπόσπασμα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA