ἀπόσπερα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσπερα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόσπερα ἐπίρρ. Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) -Λεξ. Βλαστ Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόσπερος.
Σημασιολογία
1) Κατὰ τὴν ἑσπέραν, πρὸς τὸ βράδυ ἔνθ᾽ ἀν. : ᾎσμ. Ἀνάψτε μου τσιμπούκι, βράστε καφὲ νὰ πιˬῶ κιˬ ἀπόσπερα πηγαίνω γιˬὰ νὰ λογαριˬαστῶ. Ἰωάνν. Συνών. ἀποσπέρα 3. 2) Μετὰ τὴν ἑσπέραν Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA