ἀπονεκρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονεκρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπονεκρώνω Εὔβ. (Κονίστρ.) Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (᾽Αργυρόπ.) Τῆν. κ.ἀ. Μέσ. ἀπονεκρώνομαι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,183.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀπονεκρῶ.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τινὰ νεκρόν, κάμνω τινὰ νὰ ἀποθάνῃ Εὔβ. (Κονίστρ.) Κύπρ. Πόντ. (᾽Αργυρόπ.) - ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Μὴ πεθερός σου πέθανε μὴ πεθερά σου ᾽χάθη μήτε ’πὸ τοὺς κονιˬάδους σου κἀνένας ἐσκοτώθη, παρὰ ἡ δόλιˬα σαστιτσὴ ’τσείνη ἀπονεκρώθη Κονίστρ. Ἡ μάννα του ἐφύρτηκε τιˬ ὁ ἀερφὸς λιώθη ἀπὸ τὸ φύρμαν τὸ πολ-λὺν χαμαὶ ἀπονεκρώθη (ἐφύρτηκε=ἐλιποθύμησε, λιώθη=ἐλιγώθη, ἐλιποθύμησε) Κύπρ. - Ποίημ. Δυνάμωσέ μας, πλάστη μου, γιˬὰ ν’ ἀκουσθῇ ᾿ς τὴ δύσι πῶς δὲν ἀπονεκρώθηκε... | ἡ δουλευμένη χώρα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. β) Ἐπὶ ἐδωδίμου, ἀποφεύγω τὴν βρῶσιν, οἰονεὶ ἀχρηστεύω Τῆν.: Δὲ d᾽ ἀπονεκρώνομε τίποτα (οὐδενὸς τὴν βρῶσιν ἀποφεύγομεν). 2) ᾿Αμτβ. λαμβάνω τὴν ὄψιν νεκροῦ, πελιδνοῦμαι, ὠχριῶ Κρήτ.: ’Αποὺ τὸ bόνο ἐπονέκρωσε ἡ μούρη dου. || ᾎσμ. Παππᾶς τὴν εἶδε κ᾽ ἔχασε, διˬάκως ἀπονεκρώθη ἀγν. τόπ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α291 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «θαμπώνουνται τὰ μάτια μου κ’ ἡ ὄψ᾽ ἀπονεκρώνει».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/