ἀποκουτσουριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκουτσουριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκουτσουριˬάζω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουτσουριˬάζω.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τινα τελείως ἀνίκανον πρὸς ἐργασίαν, ἀκίνητον, οἱονεὶ κούτσουρο: Τὸν ἀποκουτσούριˬασε ἡ ἀρρώστιˬα. Μὲ τοὺς ρεματισμοὺς ἀποκουτσουριˬάστηκα. Τί νὰ κάμω ἡ κακομοῖρα ποῦ μ’ ἔχει ὁ Χάρως ἀποκουτσουριˬασμένη!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA