ἀποσπέρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπέρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσπέρισμα (ΙΙ) τό, Λεξ. Βάιγ. ΙΙρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποσπερίζω (ΙΙ). Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

’Αποσπερίδα 1, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/