ἀποσπερίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπερίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποσπερίτης ὁ, ἀπεσπερίτης Ἰκαρ. ἀποσπερίτης κοιν. ἀπουσπερίτης Μεγίστ. ἀπουσπιρίτης Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀπουσπιρίτ'ς βόρ. ἰδιώμ. ἀπισπερίτης ᾿Ικαρ ᾿ποσπερίτης Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ ἀποσπερίτης, ὃ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποσπέρα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀστὴρ ᾽Αφροδίτη, Ἔσπερος κοιν.: Βγῆκε ὁ ἀποσπερίτης κοιν. Ὅ,τι νά ’βγῃ ὁ ἀποσπερίτης νά ’ρθης Νάξ. (Φιλότ.) Ὅσον τ’ ἐφάνην ὁ ’ποσπερίτης Κύπρ. (Λεμεσ.) Τὰ ἄστρη ᾽ὲν ἐφαίνουντον ἔξον ’ποῦ ὁ ᾿ποσπερίτης αὐτόθ. ‖ ᾌσμ. Ἄχι καὶ νά ’βγαινα ψηλὰ σὰ dὸν ἀποσπερίτη νά ’θώρου dὴν ἀγάπη μου ποῦ βρίσκεται 'ς τὴ Gρήτη Κρήτ. Δίχως νὰ βρέξῃ πλημμυροῦ dὰ ρυˬάκιˬα, τὰ ποτάμιˬα, κιˬ ἀκόμη πρίχου νὰ φανῇ ᾽ς τὸ ὄρος ἀποσπερίτης σκοτάδι πλάκωσε πολύ, δὲ βλέπ’ ὁ γεῖς τὸν ἄλλο αὐτόθ. Χίλιˬα καλῶς τὸ βρήκαμε τοῦ φίλου μας τὸ σπίτι ὁπού ’χει τὸν αὐγερινὸ καὶ τὸν ἀποσπερίτη αὐτόθ. ’Πὸ οὕλα τ᾿ ἄστρη τ' οὐρανοῦ τὸν ᾿ποσπερίτην θέλω Κύπρ. Κοιμᾶται ὁ αὐγερινὸς καὶ ὁ ἀποσπερίτης ποῦ 'ρταν κ᾽ ἐβασιλέψασιν μέσ᾽ ᾿ς τὸ δικόν μας σπίτι Ρόδ. Συνών. ἀποσπερινὸς 2α, ἀπόσπερος 2. 2) Ὁ ἀφ’ ἑσπέρας ἐνωρὶς κοιμώμενος Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/