ἀπορραντίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορραντίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπορραντίδι τό, ἀμάρτ. ’πορραντίδιν Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 1,77.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *ἀπορραντίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Σταγὼν βροχῆς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Νὰ μὲν πλαστῇ ’ς τὴν στράταν σου νέφαλ-λον, ’πορραντίδιν ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA