ἀποσπέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσπέρνω σύνηθ. ἀπουσπέρνου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ᾿ποσπέρω Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ. ’ποσπέρνω Α.Κρήτ. Ρόδ ᾿ποσπέρνου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ᾽πουσπέρνου Εὔβ. (Στρόπον.) ἀποείρου Τσακων. ἀποείρνου Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σπέρνω, παρ’ ὃ καὶ τύπ. σπέρω, είρου καὶ είρνου. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποσπείρω.

Σημασιολογία

Περατῶ, τελειώνω τὴν σπορὰν σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ἀπόσπειρα τὸ χωράφι ἢ ἀπολύτως ἀπόσπειρα σύνηθ. Σὰν ἀποσπείρω, θά ’ρθω Πελοπν. (Λακων.) Ἅμα ἀποσπείρουμε, φεύγουμε ’δῶθε Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) ’Ποσπαρμένα ἔχω Ρόδ. Ἔσπειρα κιˬ ἀπόσπειρα τρία πινάκιˬα σ᾿τάρι Ἤπ. || Φρ. Τώρᾳ πεˬὰ ’ς τ’ ἀπότρυγα, τώρᾳ π᾿ ἀποσπείραμε! (ἐπὶ ἀκαίρου αἰτήσεως ἤ προσφερομένης βοηθείας) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. || Γνωμ. Ἡ Πούλε͜ια βασιλεύοντας καλοὶ γεωργοὶ ἀποσπέρνουσι (ἤτοι περὶ τὰ μέσα Νοεμβρίου) Θρᾴκ. Δεκέμβρι ἰδὲ κιˬ ἀπόσπερνε κιˬ ἂν δὲν ἀποσπείρῃς, τάγιζε καί στόλιζε αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾽Ιδ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 1090 (ἔκδ. JLambert) «πᾶς γεωργὸς ἀπὲ τοῦ νῦν ἀπέσπειρεν δικαίως».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/