ἀποσπεροκαθίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσπεροκαθίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποσπεροκαθίστρα ἡ, ἀμάρτ. ἀποσπεροκαΐστριˬα Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποσπέρα καὶ τοῦ οὐσ. καθίστρα.
Σημασιολογία
Γυνὴ ἀγρυπνοῦσα κατὰ τὴν ἑσπέραν καὶ ἐργαζομένη, φίλεργος: ᾎσμ. ’Μ-μ’ ἐσένα νά ’ν’ ἡ μοῖρα σου καματερὴ καὶ πλούσιˬα, νυχτοουλεύτριˬα φοερή κιˬ ἀποσπεροκαΐστριˬα (βαυκάλ.) Συνών. ἀποσπερίστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA