ἀπόρριζο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόρριζο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόρριζο τό, Σάμ. 'πορρίζιν Κύπρ. - ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,74
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ρίζα.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀπὸ τῆς ρίζης παραβλάστημα φυτοῦ, παραφυὰς ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εφύτεψα τρία ᾿πορρίζιˬα τῆς μηλεˬᾶς τ’ ἐπίασε μόνον ἕνα Κύπρ. || Ποίημ. Εἶντα ᾿πορρίζιν, Νικολῆ, θέλεις γιˬὰ νὰ σοῦ δώσω ’πὸ τοῦτα οὕλ-λα τὰ δεντρὰ πὄχω μέσ᾽ ᾿ς τὸ τηπίν μου; θέλεις μηλεˬᾶς, ρωδατινεˬᾶς, πέ μου νὰ ξερριζώσω ΔΛιπέρτ ἔνθ᾽ ἀν. 2) Μεταφ. εὐτελής, μὴ ὑπολογίσιμος, ἄχρηστος Σάμ.: Ἰμεῖς εἴμαστι ἀπόρριζα;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA