ἀπορριξίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορριξίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπορριξίδι τό, Πελοπν. (᾿Αρκαδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπορρίχνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

Νεογνὸν ἀσθενὲς ὡς τὸ ἐξ ἐκτρώσεως προελθόν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/