ἀποκράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκράζω πολλαχ. 'ποκράζω Κρήτ κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κράζω.

Σημασιολογία

Παύω κράζων, τελειώνω τὸ κράξιμον: Ὥστε νὰ ᾿ποκράξῃ νὰ καὶ τὴ Μαρούλλα (ν᾿ ἀποκράξῃ ἐνν. ὁ πετεινὸς) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/