ἀποσπιθιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσπιθιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσπιθιˬάζω Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σπιθιˬάζω.
Σημασιολογία
᾿Αποπαίρνω: Τὸν ἀποσπιθιˬάζει. Πῆγα νὰν τοῦ μιλήσω καὶ μ᾿ ἀποσπίθιˬασε. Συνών. ἀποσκυλλακῶ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA