Ἀποκρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀποκρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
Ἀποκρεˬὰ ἡ, Ἀποκρέα Εὔβ. (Κύμ.) Κύθηρ. Μέγαρ. Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ. Ἀποκρεˬὰ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Ἀπουκρεˬὰ βόρ. ἰδιώμ. Ἀποκρϊὰ πολλαχ. Ἀπουκρϊὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Ἀποκριγιˬὰ πολλαχ. Ἀπουκριγιˬὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Ἀπουκιριˬὰ Σαμοθρ. Ἀπουκιιιˬὰ Σαμοθρ. Ἀπουκουρεˬὰ Καππ. (Ἀραβάν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἀποκρὲ Δ.Κρήτ. Ἀπουκρὲ Λέσβ. (Μολυβδ. Πέτρ. Συκαμν.) Ἀποκρὰ Κρήτ. Ἀπόκρεˬα Ἤπ. κ.ἀ. Ἀπόκρϊα Μεγίστ. Ἀποκρία Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. Ἀποκρέα.
Σημασιολογία
1) Καθ’ ἑνικ. ἢ πληθ., ἡ τελευταία ἡμέρα ἢ αἱ τελευταῖαι ἡμέραι τῆς κρεοφαγίας πρὸ πάσης ἀρχομένης νηστείας, ἰδίᾳ δὲ πληθυντικῶς αἰ πρὸ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς Ἀπόκρεῳ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Ἔρχονται οἱ Ἀποκρεˬές. Ἔχομε Ἀποκρεˬὰ - Ἀποκρεˬές. Περάσαν οἱ Ἀποκρεˬὲς κοιν. Ἀποκρέα κρατσινὴ (κρεατινὴ) Κύθηρ. Ὑστερ’νὴ Ἀποκρεˬὰ (ἡ Ἀπόκρεως τῆς Τυροφάγου) Ἤπ. (Πρέβ.) Μεγάλες Ἀποκρεˬές (αἰ πρὸ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς Ἀπόκρεῳ) Πελοπν. (Λάστ.) || Φρ. Αὐτὰ τὰ λένε την Ἀποκρεˬὰ (ἐπὶ λόγων ἀνοήτων, ὑπερβολικῶν κττ. Συνών. φρ. αὐτὰ τὰ λένε 'ς τὸν κλήδονα) Αἴγιν. || Παροιμ. Ἀπόκρεˬα ᾿ς τὴν Λεμεσὸν τσαὶ Πασκαλιˬὰ ᾿ς τὴν Πάφο (ἐπὶ ἀνθρώπου βραδύνοντος νὰ μεταβῇ καὶ εἰς τὰ ἐγγύτατα) Μεγίστ. || ᾎσμ. Ἤφυεν ἡ Ἀποκρϊὰ μὲ γλέδιˬα, μὲ παιγνίδιˬα, κ᾿ ἦρθε gαὶ ἠ Σαρακοστὴ μ᾿ ἔλα͜ιὲς καὶ μὲ κρομμύδιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) β) Αἱ τρεῖς κατὰ σειρὰν ἑβδομάδες πρὸ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῶν ὁποίων ἡ πρώτη καλεῖται προφωνούσιμη, ἡ δευτέρα ἀπόλυτή, ἡ Τρίτη ἀτή της (δηλ. ἡ καθ’ αὑτὸ Ἀπόκρεως) Πελοπν (Βυτίν.) 2) Ἡ Καθαρὰ Δευτέρα Πελοπν. (Μεσσήν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA