ἀποκρεˬανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρεˬανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποκρεˬανὸς ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. ἀποκρεˬανὲς Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Ἀποκρεˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -ιˬανός.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων ἢ ἰδιάζων εἰς τὴν Ἀποκρεˬὰν ἔνθ’ ἀν.: Ἀποκρεˬανὲς χαβᾶς (ὁ ᾀδόμενος μόνον κατὰ τὰς Ἀπόκρεως τὰς πρὸ τοῦ Πάσχα) Σκῦρ. Θὰ τραουδήσωμε τὸν ἀποκρεˬανὲ αὐτόθ. Συνών. ἀποκρεˬάτικος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA