ἀποκρεˬάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρεˬάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποκρεˬάτης ὁ, Ἄνδρ. Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. Ἀποκρεˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬάτης.

Σημασιολογία

1) Ἀμνὸς ἢ ἐρίφιον παρεχόμενον ὡς δῶρον ὑπὸ τοῦ μισθωτοῦ ἀγροῦ πρὸς τὸν ἰδιοκτήτην διὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀποκρεᾶς Κύθν. 2) Τὸ κατὰ τὰς Ἀπόκρεως ἐσθιόμενον σφάγιον, ἀμνὸς ἢ ἐρίφιον ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/