ἀποκρεˬάτικα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρεˬάτικα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποκρεˬάτικα ἐπίρρ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀποκρεˬάτικος.

Σημασιολογία

Κατὰ τὰς Ἀπόκρεως, ἐνῷ ἀκόμη εἴναι Ἀποκρεˬές: Ἀρρώστησε ἀποκρεˬάτικα. Μὴ μαλώνετε ἀποκρεˬάτικα. Συνών. ἀποκρεˬάτικο (ἰδ. ἀποκρεˬάτικος 3).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/