ἀπονερουλλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονερουλλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπονερουλλιˬάζω πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. νερουλλιˬάζω.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι ἐντελῶς ὑδαρές: Ἤτανε τὸ γλυκὸ νερουλλό, τώρα ἀπονερούλλιˬασε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA